Τι είναι το ανεύρυσμα της κοιλιακής αορτής;
Για διάφορους λόγους που σχετίζονται με την κληρονομικότητα, το κάπνισμα, την παχυσαρκία κ.ά., πολλές φορές το τοίχωμα μιας αρτηρίας μπορεί να αδυνατίσει και να αυξηθεί η διάμετρος της. Κατά κάποιο τρόπο η αρτηρία “ξεχειλώνει” και φουσκώνει σε κάποιο σημείο σαν μπαλόνι.
Συχνότατα αυτό δεν προκαλεί κανένα σύμπτωμα και ο ασθενής δε γνωρίζει την ύπαρξη του ανευρύσματος. Μπορεί να το μάθει τυχαία, κάνοντας πχ υπέρηχο κοιλίας για κάποιον άλλο λόγο. Δυστυχώς όμως πολύ συχνά κάποιος μαθαίνει ότι έχει ανεύρυσμα, όταν συμβεί κάποια από τις σοβαρότατες επιπλοκές που αυτό μπορεί να προκαλέσει.
Ανευρύσματα μπορεί να γίνουν σε οποιαδήποτε αρτηρία. Μια όμως από τις πιο συχνές εντοπίσεις είναι η κοιλιακή αορτή.
Η κοιλιακή αορτή είναι ένα μεγάλο αγγείο που αποτελεί συνέχεια της θωρακικής αορτής μέσα στην κοιλία. Αφού μπει στην κοιλιά δίνει σχεδόν άμεσα κάποια κλαδιά που πάνε αίμα στα όργανα της κοιλιάς και τους νεφρούς. Στη συνέχεια ακολουθεί ένα τμήμα της αορτής που φτάνει μέχρι το ύψος του ομφαλού, όπου διχάζεται στις δύο λαγόνιες αρτηρίες που πάνε στα πόδια. Το τμήμα αυτό της κοιλιακής αορτής ονομάζεται “υπονεφρική” κοιλιακή αορτή. Σε αυτό το τμήμα εμφανίζονται πιο συχνά τα ανευρύσματα κοιλιακής αορτής.
Ποια είναι τα συμπτώματα και οι επιπλοκές του;
Το ανεύρυσμα συνήθως δεν έχει συμπτώματα. Ενίοτε ο πάσχον νιώθει τους καρδιακούς παλμούς το και στην κοιλιά του, ή έχει ενοχλήσεις και πόνο στη μέση.
Σημαντικότερες όμως είναι οι επιπλοκές που μπορεί να προκαλέσει. Η χειρότερη από αυτές είναι η ρήξη του ανευρύσματος.
Επειδή η κοιλιακή αορτή είναι ένα αγγείο που μεταφέρει λίτρα αίματος το λεπτό, η ρήξη, δηλαδή το σπάσιμο του ανευρύσματος επιφέρει σοβαρότατη εσωτερική αιμορραγία. Είναι μία κατάσταση πολύ επικίνδυνη για τη ζωή και χρήζει αμεσότατης χειρουργικής επέμβασης. Παρά την ανάπτυξη της ιατρικής, αν το ανεύρυσμα φτάσει σε ρήξη το 80% των ασθενών χάνουν τη ζωή τους. Το 40% μάλιστα δεν προλαβαίνει να φτάσει καν στο νοσοκομείο, ενώ το υπόλοιπο 40% πεθαίνει στο νοσοκομείο. Οι θνητότητες είναι ακόμη μεγαλύτερες σε απομακρυσμένα μέρη και νησιά, όπου η μεταφορά των ασθενών σε αγγειοχειρουργικά κέντρα είναι χρονοβόρα.
Συνήθως η ρήξη συνοδεύεται από μια σειρά δραματικών συμπτωμάτων, όπως δυνατός πόνος στη μέση, λιποθυμία και καταπληξία. Στο παρελθόν λέγανε ότι κάποιος πέθανε από “σφάχτη”. Άλλες φορές ο ασθενής μπορεί να φτάσει στο γιατρό όρθιος και να παραπονιέται ότι απλά πονάει η μέση του ή η κοιλιά του. Αυτό καμιά φορά μπορεί να οδηγήσει και στην καθυστέρηση της διάγνωσης μιας τόσο σοβαρής κατάστασης. Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που μια ρήξη ανευρύσματος αντιμετωπίστηκε αρχικά σαν κωλικός του νεφρού και μάλιστα σε μεγάλα νοσοκομεία με έμπειρο προσωπικό.
Κατά συνέπεια είναι πολύ σημαντική η διάγνωση του ανευρύσματος, πριν φτάσουμε στο στάδιο της ρήξης.
Πώς θεραπεύεται το ανεύρυσμα της κοιλιακής αορτής;
Η επιλογή της θεραπείας γίνεται με διάφορα κριτήρια, όπως το μέγεθος του ανευρύσματος, την εντόπιση του, τη μορφολογία του, τη σχέση του με τις νεφρικές αρτηρίες, την ηλικία του ασθενούς, τις άλλες παθήσεις που μπορεί να συνυπάρχουν, τις επιθυμίες του ασθενούς καθώς και το προσδόκιμο επιβίωσης του.
Τα μικρά ανευρύσματα συνήθως δε χειρουργούνται, αλλά τίθενται υπό συχνή παρακολούθηση. Σημαντική σε αυτό το στάδιο είναι η ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης με φάρμακα και η διακοπή του καπνίσματος. Κατά καιρούς έχουν μελετηθεί και άλλες φαρμακευτικές αγωγές με ασαφή αποτελέσματα.
Αν το ανεύρυσμα αυξάνεται γρήγορα ή αν φτάσει κάποιο μέγεθος, πρέπει να αντιμετωπιστεί χειρουργικά.
Υπάρχουν 2 θεραπείες: Η ανοικτή χειρουργική και η ενδαγγειακή.
Κατά την ανοικτή χειρουργική γίνεται αντικατάσταση του φθαρμένου μέρους της αορτής ή και των λαγονίων με συνθετικό μόσχευμα.
Στην ενδαγγειακή χειρουργική υπό ακτινοσκόπηση εισάγεται ένα επικαλυμμένο stent από τις μηριαίες αρτηρίες εντός του ανευρύσματος με σκοπό να το απομονώσει από την κυκλοφορία και να το προστατέψει από τη ρήξη.
Ασθενής και γιατρός, λαμβάνοντας υπόψη όλους τους παραπάνω παράγοντες συναποφασίζουν τον τρόπο αντιμετώπισης μετά από λεπτομερή πληροφόρηση. Κάθε μέθοδος έχει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα.
Πώς γίνεται η διάγνωση του ανευρύσματος κοιλιακής αορτής;
Αν και η αντιμετώπιση και οι επιπλοκές της συγκεκριμένης νόσου πολλές φορές είναι προβληματικές, η διάγνωση είναι σχετικά εύκολη. Ο ασυμπτωματικός της όμως χαρακτήρας πολύ συχνά αποτελεί αιτία μη διάγνωσης. Τις περισσότερες φορές αρκεί ένα απλό υπερηχογράφημα κοιλίας για να διαγνωστεί το ανεύρυσμα. Μέχρι στιγμής δεν υπάρχει εφαρμοσμένο πρόγραμμα screening για τη διάγνωση των ανευρυσμάτων κοιλιακής αορτής στην Ελλάδα, όμως συνιστάται όλοι οι ασθενείς να κάνουν ένα υπερηχογράφημα κοιλίας στα 65 χρόνια και σε μικρότερη ηλικία (50 ετών), αν συνυπάρχουν επιβαρυντικοί παράγοντες, όπως είναι η κληρονομικότητα και το κάπνισμα. Ειδικά σε συγγενείς πρώτου βαθμού ασθενών που πάσχουν από αυτή τη νόσο είναι επιτακτική η εξέταση.
Τι άλλες εξετάσεις πρέπει να κάνω σε περίπτωση που πάσχω από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής;
Αν και το υπερηχογράφημα κοιλίας είναι αρκετά ευαίσθητο στη διάγνωση ύπαρξης του ανευρύσματος, πριν τη λήψη της θεραπευτικής απόφασης ο ασθενής πρέπει να υποβληθεί σε μία σειρά άλλων εξετάσεων. Αυτές είναι η αξονική ή μαγνητική τομογραφία κοιλίας, ή η αξονική αγγειογραφία και κατά περιπτώσεις η ενδαρτηριακή ψηφιακή αφαιρετική αγγειογραφία. Οι εξετάσεις αυτές παρέχουν περαιτέρω πληροφορίες, σχετικά με το ακριβές μέγεθος του ανευρύσματος, τη μορφολογία του, η σχέση του με τις νεφρικές αρτηρίες και επιτρέπουν να γίνουν ακριβείς μετρήσεις που είναι σημαντικότατες στην επιλογή του ενδαγγειακού μοσχεύματος. Επίσης πρέπει να εκτιμηθεί η αναπνευστική, η καρδιακή και η νεφρική λειτουργία σε συνεργασία με τις αντίστοιχες ειδικότητες και μπορεί να ζητηθούν και άλλες εξετάσεις, όπως η στεφανιογραφία, η σπιρομέτρηση κλπ, καθώς και οι απαραίτητες εξετάσεις αίματος. Σημαντικός επίσης είναι ο αποκλεισμός της καρωτιδικής νόσου πριν το χειρουργείο. Απαραίτητη προϋπόθεση για την διενέργεια της επέμβασης είναι να εξασφαλιστεί η διαθεσιμότητα αίματος της σωστής ομάδας.
Τι νοσηλεία απαιτείται και τι γίνεται μετά;
Ανάλογα με τη μέθοδο η διάρκεια νοσηλείας κυμαίνεται από 2-10 μέρες. Μετά την έξοδο από το νοσοκομείο και ανάλογα με τη μέθοδο χρειάζεται παρακολούθηση και ειδικές εξετάσεις. Αυτές είναι πιο συχνές όταν χρησιμοποιείται η ενδαγγειακή μέθοδος. Μελλοντικές επανεπεμβάσεις είναι πιο συχνές στην ενδαγγειακή μέθοδο.