Η αμυγδαλίτιδα είναι μια κοινή πάθηση που χαρακτηρίζεται από φλεγμονή των αμυγδαλών. Οι αμυγδαλές συνιστούν μικρές μάζες λεμφικού ιστού που εντοπίζονται αμφοτερόπλευρα στο πλάγιο τοίχωμα του φάρυγγα. Οι αμυγδαλές διαδραματίζουν καίριο ρόλο στην προστασία του ανοσοποιητικού συστήματος κατά την παιδική ηλικία. Πιο συγκεκριμένα, λειτουργούν ως πρώτη γραμμή άμυνας ενάντια στους παθογόνους μικροοργανισμούς που εισέρχονται στο σώμα μέσω του στόματος και της μύτης. Τα κύτταρα που αποτελούν τη βασική ασπίδα άμυνας είναι τα λεμφοκύτταρα, καθώς αυτά συνδράμουν στην ανίχνευση των παθογόνων μικροοργανισμών που παγιδεύονται στις αμυγδαλές. Τα κύτταρα αυτά στη συνέχεια ωθούν το ανοσοποιητικό σύστημα να παράξει τα κατάλληλα αντισώματα για την καταπολέμηση του εκάστοτε παθογόνου μικροοργανισμού. Ωστόσο, αν και οι αμυγδαλές φτάνουν στο απόγειο της δράσης τους έως την ηλικία των 4 ετών, στη συνέχεια ατροφούν προοδευτικά και ο ρόλος τους στην ενήλικη ζωή είναι σχετικά ανούσιος.
Αμυγδαλίτιδα: Αίτια
Η βασική γενεσιουργός αιτία της αμυγδαλίτιδας είναι η λοίμωξη από κάποιον παθογόνο μικροοργανισμό. Αρχικά, οι ιογενείς λοιμώξεις είναι μια κοινή αιτία αμυγδαλίτιδας, με τον αδενοϊό, τον ρινοϊό, τον ιό Epstein-Barr, τον συγκυτιακό αναπνευστικό ιό (RSV), τον ιό της γρίπης (influenza) και τον ιό parainfluenza να είναι από τους πιο διαδεδομένους ιούς που προκαλούν την πάθηση. Η πιο συχνή αιτία της πάθησης βέβαια είναι η λοίμωξη από τον β-αιμολυτικό στρεπτόκοκκο της ομάδας Α. Λοιμώξεις από άλλα είδη στρεπτοκόκκων, από πνευμονιόκοκκο, αιμολυτικό κορυνοβακτηρίδιο ή άλλα βακτήρια έχουν ενοχοποιηθεί επίσης για πλήθος περιστατικών αμυγδαλίτιδας. Ανάλογα με τη φύση του παθογόνου μικροοργανισμού που είναι υπεύθυνος για τη λοίμωξη, η αμυγδαλίτιδα διακρίνεται σε ιογενή και βακτηριακή.