Στις καλοήθεις παθήσεις του μαστού εντάσσεται ένα πλήθος παθήσεων, αρκετές από τις οποίες δε συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού και ορισμένες που θεωρείται ότι αποτελούν παράγοντα κινδύνου ανάπτυξης κακοήθειας.
Στα συμπτώματα που συχνά εμφανίζουν οι περισσότερες καλοήθεις παθήσεις συγκαταλέγονται:
- Η μαστοδυνία (έντονος πόνος στο μαστό)
- Οι ψηλαφητές αλλοιώσεις
- Η έκκριση υγρού από τη θηλή
Καλοήθεις παθήσεις που δε συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού
ΙΝΟΚΥΣΤΙΚΗ ΜΑΣΤΟΠΑΘΕΙΑ
Πρόκειται για μία πάθηση που εμφανίζεται με συχνότητα 50% στις προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες και περισσότερο χαρακτηρίζει την πυκνή σύσταση των μαστών παρά ουσιαστικά αποτελεί μία παθολογική κατάσταση. Πολύ συχνά προκαλεί έντονο πόνο στο μαστό (μαστοδυνία) και έκκριση από τη θηλή. Η νόσος εκδηλώνεται με την παρουσία πολλαπλών κύστεων ως αποτέλεσμα απόφραξης ή εκτασίας (διάτασης) των κεντρικών γαλακτοφόρων πόρων, αποτέλεσμα της οποίας είναι και μαστοδυνία. Η αντιμετώπιση της ήπιας μαστοδυνίας, εφόσον αυτή οφείλεται στην ινοκυστική μαστοπάθεια, είναι η αποχή από το κάπνισμα, η μείωση της κατανάλωσης καφέ ή σοκολάτας και η αντιμετώπιση του άγχους που συνυπάρχει στις περισσότερες των περιπτώσεων. Εάν ο πόνος εμφανίζεται έντονος, συνιστάται η χορήγηση απλής αναλγητικής αγωγής με δραστική ουσία όπως παρακεταμόλη, μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη σκευάσματα και ένζυμα που βοηθούν στη μείωση του οιδήματος και της φλεγμονής.
ΕΚΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΠΟΡΩΝ
Πρόκειται για κατάσταση κατά την οποία συντελείται διάταση των πόρων κάτω από τη θηλή και εμφανίζεται συχνότερα σε καπνίστριες. Συνήθως εντοπίζεται με υπερηχογράφημα, ενώ συνοδεύεται από έκκριση υποκίτρινου υγρού και δεν χρήζει αντιμετώπισης.
ΚΥΣΤΕΙΣ ΜΑΣΤΟΥ
Μονήρεις ή πολλαπλές, οι κύστεις μαστού συναντώνται συχνότερα σε γυναίκες ηλικίας από 30 έως 40 ετών και μάλιστα καπνίστριες αλλά ενδέχεται να προκληθούν και από άλλες αιτίες, όπως τραυματισμούς ή ακτινοβολία. Η τυχόν απότομη αύξηση στο μέγεθός τους μπορεί να προκαλέσει αιφνίδιο, εντοπισμένο πόνο. Εάν οι κύστεις «επικοινωνούν» με τους γαλακτοφόρους πόρους, κάτι που συναντάται σχετικά συχνά, συνήθως ο πόνος συνοδεύεται και με έκκριση υγρού από τη θηλή, χρώματος ανοιχτού πράσινου ή σκούρου καφέ. Η αντιμετώπιση των κύστεων ποικίλει ανάλογα με το μέγεθος και το περιεχόμενό τους. Σε κύστεις που το υπερηχογράφημα έχει δείξει πως δεν ξεπερνούν το 1.5 εκατοστό και δεν έχουν υπερηχογενές περιεχόμενο στο εσωτερικό τους συστήνεται απλή παρακολούθηση, ενώ όταν οι διαστάσεις των κύστεων αυξάνουν συνιστάται παρακέντηση και αποστολή του δείγματος για κυτταρολογική διερεύνηση. Όταν οι κύστεις υποτροπιάζουν συνεχώς έπειτα από επανειλημμένες παρακεντήσεις ή όταν το υπερηχογράφημα, η μαστογραφία ή η κλινική εξέταση γενούν υποψίες για το περιεχόμενό τους, τότε απαιτείται χειρουργική εκτομή και ιστολογική ταυτοποίηση.
ΙΝΟΑΔΕΝΩΜΑ ΜΑΣΤΟΥ
Πρόκειται για καλοήθεις συμπαγείς όγκους, όπου σε υπερηχογράφημα εμφανίζονται ως καλά περιγεγραμμένη κινητή μάζα. Εμφανίζονται κυρίως στην αναπαραγωγική ηλικία, ενώ το μέγεθός τους αυξάνεται τόσο στην εγκυμοσύνη όσο και κατά τη λήψη οιστρογόνων και υποχωρούν σε συχνότητα κατά την εμμηνόπαυση. Γι’ αυτό το λόγο είναι πιθανόν η εμφάνισή τους να σχετίζεται με ορμονικούς παράγοντες. Εάν το μέγεθος του ινοαδενώματος δεν ξεπερνά τα 2 εκατοστά και η κλινική και απεικονιστική τους εικόνα δεν εγείρει καμία υποψία για πιθανή κακοήθεια, τότε συστήνεται η 6μηνη παρακολούθηση με κλινική και απεικονιστική εξέταση. Για τον ασφαλή αποκλεισμό πιθανής κακοήθειας συστήνεται να γίνεται παρακέντηση με τη χρήση λεπτής βελόνας (FNA) και περαιτέρω κυτταρολογικός έλεγχος. Σε περίπτωση όπου κατά τον έλεγχο με συνεχή υπερηχογραφήματα διαφαίνεται ότι το μέγεθος του ινοαδενώματος αυξάνει ή το σχήμα αλλάζει τότε απαιτείται χειρουργική αφαίρεσή του. Η επεμβατική αντιμετώπιση με λήψη δείγματος συστήνεται και σε περιπτώσεις όπου τα ινοαδενώματα κατά την πρώτη εξέταση βρέθηκαν να ξεπερνούν τα 2 εκατοστά ή το σχήμα τους εμφανίστηκε πολυλοβωτό.
ΘΗΛΩΜΑΤΑ ΠΟΡΩΝ
Μονήρη ή πολλαπλά, τα θηλώματα εμφανίζονται με συχνότερο σύμπτωμα την έκκριση από τη θηλή αιματηρού ή κιτρινωπού υγρού, είτε αυτόματα είτε με πρόκληση (πίεση της θηλής). Το μέγεθος των θηλωμάτων συνήθως παραμένει μικρό ενώ σπάνια μπορεί να γίνει αντιληπτό κάτω από τη θηλή με ψηλάφηση. Τα θηλώματα των πόρων δεν απαιτούν θεραπεία όμως συστήνεται παρακολούθησή τους σε τακτά χρονικά διαστήματα. Όταν πρωτοεμφανίζεται το έκκριμα θα πρέπει να διερευνάται με κυτταρολογική εξέταση, ενώ εφόσον συνεχίζεται να εκκρίνεται υγρό, οι κυτταρολογικές εξετάσεις θα πρέπει να διενεργούνται συχνά. Σε περίπτωση όπου ο υπερηχογραφικός έλεγχος δείξει αύξηση του μεγέθους του θηλώματος προτείνεται χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεσή του (μικροπορεκτομή) και εν συνεχεία ιστολογική ταυτοποίηση (βιοψία).
ΦΛΕΓΜΟΝΕΣ
Φλεγμονές, όπως η μαστίτιδα και τα αποστήματα του μαστού, εμφανίζονται πιο συχνά στις θηλάζουσες μητέρες, είναι όμως πιθανόν να εμφανιστούν και στον υπόλοιπο πληθυσμό. Τα μικρόβια που ευθύνονται συχνότερα για τις φλεγμονές του στήθους είναι ο Χρυσίζων Σταφυλόκοκκος και ο Στρεπτόκοκκος και η αντιμετώπισή τους θα πρέπει να γίνεται εγκαίρως με τη λήψη αντιβιοτικών, τα οποία συντελούν στην προφύλαξη του στήθους από το σχηματισμό αποστήματος. Αντιβιοτικά πρώτης εκλογής αποτελούν ο συνδυασμός αμοξυκιλλίνης και κλαβουλανικού οξέος ή κεφαλοσπορίνες 2ης γενιάς. Εφόσον δημιουργηθεί απόστημα, τότε θα πρέπει να λαμβάνεται δείγμα από την αποστηματική κοιλότητα με παρακέντηση με λεπτή βελόνα (FNA). Εάν η φλεγμονή δεν υποχωρεί και έχει εγκατασταθεί, τότε προτείνεται χειρουργική διάνοιξη και παροχέτευση του αποστήματος.
ΓΑΛΑΚΤΟΚΗΛΗ
Κατάσταση που παρουσιάζεται συνήθως μετά τη διακοπή του θηλασμού όπου κύστεις περιέχουν γάλα. Για την αντιμετώπισή της συστήνεται παρακέντηση για την εκκένωση της κύστης από τη συλλογή του γάλακτος, γεγονός που επιβεβαιώνει και την αρχική διάγνωση.
ΝΕΚΡΩΣΗ ΛΙΠΟΥΣ
Πρόκειται για μια ευαίσθητη σκληρή μάζα που προκαλείται συνήθως από τραυματισμό και δεν χρήζει αντιμετώπισης. Στον απεικονιστικό έλεγχο και συγκεκριμένα στη μαστογραφία εμφανίζεται ως αποτιτανωμένη (λευκή) μάζα.
ΑΜΑΡΤΩΜΑ
Πρόκειται για μια καλοήθη αλλοίωση που εμφανίζεται αρκετά σπάνια ενώ διαγιγνώσκεται απεικονιστικά με μαστογραφία. Συστήνεται η παρακολούθησή του, ενώ στην περίπτωση όπου παρουσιαστεί αλλαγή στο μέγεθός του ή στην ακτινολογική του εικόνα συνιστάται χειρουργική εκτομή.
ΔΙΑΒΗΤΙΚΗ ΜΑΣΤΟΠΑΘΕΙΑ
Συνήθως εμφανίζεται σε γυναίκες που νοσούν από σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 και οι οποίες, εξαιτίας των επιπλοκών της νόσου, παρουσιάζουν νευροπάθεια και αμφιβληστροειδοπάθεια. Η τυπική απεικονιστική εικόνα της διαβητικής μαστοπάθειας είναι ψηλαφητός όγκος στο μαστό, ο οποίος έπειτα από βιοψία αποδεικνύεται καλοήθης. Μετά την ιστολογική διερεύνηση δεν χρειάζεται περαιτέρω αντιμετώπιση.
Καλοήθεις παθήσεις που συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού
ΣΚΛΗΡΥΝΤΙΚΗ ΑΔΕΝΩΣΗ
Μια συνήθως επώδυνη πάθηση που πολύ συχνά προσομοιάζει με ψηλαφητή σκληρία. Αποτελεί ιστολογική οντότητα κατά την οποία παρουσιάζουν υπερπλασία τα λόβια των μαστών (αδένες που παράγουν το γάλα) με ταυτόχρονη αύξηση του ινώδους ιστού. Στη μαστογραφία, η σκληρυντική αδένωση συνήθως χαρακτηρίζεται από αμφοτερόπλευρες διάσπαρτες αποτιτανώσεις. Η αντιμετώπισή της, στις περισσότερες των περιπτώσεων απαιτεί χειρουργική βιοψία προκειμένου να αποκλειστεί υποκείμενη κακοήθεια.
ΥΠΕΡΠΛΑΣΙΑ ΤΩΝ ΠΟΡΩΝ
Πρόκειται για την αλλοίωση που πιο συχνά συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού. Οι ασθενείς με υπερπλασία των πόρων χωρίς ατυπία (συμβατική υπερπλασία των πόρων) θα πρέπει να παρακολουθούνται τακτικά, ανά εξάμηνο με κλινική εξέταση και υπερηχογράφημα ενώ συστήνεται και ετήσια ψηφιακή μαστογραφία.
ΔΙΑΧΥΤΗ ΘΗΛΩΜΑΤΩΣΗ
Χαρακτηρίζεται η πάθηση που αφορά στον σχηματισμό πολλαπλών θηλωμάτων. Στη διάχυτη θηλωμάτωση συστήνεται παρακολούθηση της ασθενούς ανά εξάμηνο με κλινική εξέταση και υπερηχογράφημα και ψηφιακή μαστογραφία ετησίως. Στην περίπτωση που παρουσιαστεί έκκριμα από τη θηλή απαιτείται η ανάλυσή του με επανειλημμένες κυτταρολογικές εξετάσεις. Σε περίπτωση υποψίας συνιστάται μακροπορεκτομή (εκτομή όλων των πόρων κάτω από τη θηλή).
ΣΥΝΘΕΤΑ ΙΝΟΑΔΕΝΩΜΑΤΑ
Πρόκειται για όγκους που περιέχουν κύστεις με διάμετρο μεγαλύτερη από 3mm, σκληρυντική αδένωση και άλλες σύνθετες αλλοιώσεις των κυττάρων του μαστού. Τα σύνθετα ινοαδενώματα, όταν συνυπάρχουν και με πολυεστιακές υπερπλαστικές αλλαγές στον περιβάλλοντα αδενικό ιστό συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού. Στην περίπτωσή τους προτείνεται η χειρουργική εκτομή και η εν συνεχεία ιστολογική ταυτοποίηση.
ΦΥΛΛΟΕΙΔΕΙΣ ΟΓΚΟΙ
Στρωματικοί όγκοι που προσομοιάζουν με ινοαδενώματα, συχνά μικτοί με κυστικά στοιχεία, και φυλλοειδείς προσεκβολές μέσα σ’ αυτούς. Θεωρούνται όγκοι ενδιάμεσης κακοήθειας, αυξάνονται ταχύτατα σε μέγεθος και συνήθως παρουσιάζουν αυξημένη αιμάτωση. Το πότε και το εάν θα χαρακτηριστεί ένας φυλλοειδής όγκος ως σάρκωμα εξαρτάται από τα παθολογοανατομικά κριτήρια που ισχύουν για τα σαρκώματα. Η συχνότητά τους είναι περίπου ένας φυλλοειδής όγκος για κάθε 40 ινοαδενώματα. Η αντιμετώπισή τους είναι αποκλειστικά χειρουργική και συνίσταται σε ευρεία εκτομή με ελεύθερα χειρουργική όρια, δεδομένου ότι έχουν την τάση να υποτροπιάζουν τοπικά.
ΑΤΥΠΗ ΥΠΕΡΠΛΑΣΙΑ
Πρόκειται για ειδική αλλοίωση είτε στους πόρους είτε στα λόβια. Ο κίνδυνος ανάπτυξης καρκίνου του μαστού στις γυναίκες με διαγνωσμένη άτυπη υπερπλασία τετραπλασιάζεται σε σχέση με το γενικό πληθυσμό, ενώ εάν συνυπάρχει και κληρονομικό οικογενειακό ιστορικό, ο κίνδυνος ανάπτυξης της νόσου σημειώνεται έξι φορές μεγαλύτερος. Η θεραπευτική της προσέγγιση συνιστά χειρουργική βιοψία.
ΑΚΤΙΝΩΤΗ ΟΥΛΗ
Μια σπάνια σε συχνότητα καλοήθη αλλοίωση, άγνωστης παθογένεσης. Η ανεύρεσή της σε βιοψίες είναι μικρότερη του 1% ενώ οι μικρές ακτινωτές ουλές αποτελούν τυχαίο παθολογοανατομικό εύρημα. Όταν σημειώνονται μεγαλύτερες «βλάβες» αυτές εντοπίζονται κατά τη μαστογραφία παρουσιάζοντας εικόνα κακοήθειας, με τυπική αστεροειδή σκίαση BIRADS4. Οι γυναίκες με διαγνωσμένη ακτινωτή ουλή παρουσιάζουν σχετικά συχνά αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν κάποια στιγμή στη ζωή τους καρκίνο του μαστού, γι’ αυτό ακριβώς και η ανεύρεση της ακτινωτής ουλής επιβάλει χειρουργική βιοψία.
ΛΟΒΙΑΚΟ ΚΑΡΚΙΝΩΜΑ IN SITU (LCIS)
Με τον όρο «in situ καρκίνωμα» αναφέρονται οι περιπτώσεις όπου τα κύτταρα με κακοήθεια περιορίζονται στο επιθήλιο του λοβίου (λοβιακό καρκίνωμα) και δεν φαίνεται να διασπούν τη βασική μεμβράνη. Το in situ αποτελεί περισσότερο ένα δείκτη αυξημένου κινδύνου εμφάνισης αμφοτερόπλευρου πορογενούς ή διηθητικού καρκίνου του μαστού, παρά μια προκαρκινωματώδη βλάβη αυτή καθαυτή. Ο κίνδυνος ανάπτυξης ετερόπλευρου και ομόπλευρου καρκίνου του μαστού εμφανίζεται ίδιος ενώ η συνύπαρξη οικογενειακού ιστορικού καρκίνου του μαστού αυξάνει σημαντικά την πιθανότητα εμφάνισης διηθητικού καρκίνου. Η αντιμετώπιση του in situ εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως η ηλικία της γυναίκας που νοσεί, το ατομικό και οικογενειακό της ιατρικό ιστορικό καθώς και άλλοι παράγοντες κινδύνου. Συνιστάται λοιπόν από τακτική παρακολούθηση με ψηφιακή και μαγνητική μαστογραφία καθώς και κλινική εξέταση έως και προληπτική αμφοτερόπλευρη μαστεκτομή.