Ο καρκίνος της ουροδόχου κύστεως είναι ο δεύτερος σε συχνότητα καρκίνος του ουροποιογεννετικού συστήματος και υπολογίζεται στο 7% των νέων περιπτώσεων καρκίνου στους άνδρες και στο 2% στις γυναίκες. Αποτελεί αιτία θανάτου από νεοπλασματική εξεργασία στα δύο φύλα στο 3% και 1,5% αντίστοιχα.
‘Ενας από τους σημαντικότερους προδιαθεσικούς παράγοντες για την εμφάνιση καρκίνου ουροδόχου κύστεως, αποτελεί το κάπνισμα, το οποίο υπολογίζεται, πως ενοχοποιείται στο 50% και 31% των περιπτώσεων στους άνδρες και γυναίκες αντίστοιχα. Οι καπνιστές παρουσιάζουν γενικά, διπλάσιο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου κύστεως σε σχέση με τους μη καπνίζοντες, μια σχέση που εξαρτάται από τον αριθμό των καταναλισκόμενων τσιγάρων. Μολονότι δεν έχει αναγνωριστεί η υπεύθυνη ουσία για την ανάπτυξη καρκίνου στους καπνιστές, εν τούτοις καρκινογενετική δράση φαίνεται, ότι ασκούν διάφορες ουσίες, που έχουν προσδιορισθεί στα ούρα καπνιστών, είτε σαν επαγωγείς είτε σαν ενεργοποιητές της καρκινογένεσης. O καρκίνος της ουροδόχου κύστεως, συνήθως, διαγιγνώσκεται μετά την εμφάνιση συμπτωμάτων. Η επίγνωση της σχέσης μεταξύ καπνίσματος και ουροθηλιακού καρκίνου, η ενημέρωση σχετικά με τους κινδύνους της βλαβερής αυτής συνήθειας και τα ωφέλη που προκύπτουν με την διακοπή της, θα μπορούσε να συμβάλλει στην πρωτογενή πρόληψη και να οδηγήσει στην μείωση εμφάνισης νέων περιπτώσεων. Δυστυχώς, πολλοί ασθενείς συνεχίζουν να καπνίζουν και μετά την διάγνωση του καρκίνου της κύστεως, με αποτέλεσμα να έχουν χειρότερη πρόγνωση, καθώς, η συνέχιση του καπνίσματος συνδέεται άμεσα με μεγαλύτερο κίνδυνο επανεμφάνισης της νόσου, με αύξηση της νοσηρότητας και της θνησιμότητας.
Η σχέση μεταξύ καρκίνου ουροδόχου κύστεως και καπνίσματος είναι γνωστή, ωστόσο, αυτή η μορφή νεοπλασίας δεν εμφανίζεται σε όλους τους καπνιστές. Διαταραχές στο γένομα (γονιδιακό υλικό) καπνιστών, αλληλεπιδρούν με τη σειρά τους, αυξάνοντας έτσι, τις πιθανότητες ανάπτυξης καρκίνου κύστεως σε αυτά τα άτομα. Πράγματι, το οικογενειακό ιστορικό από μόνο του, δεν αποτελεί παράγοντα αύξησης των πιθανοτήτων ανάπτυξης καρκίνου ουροδόχου κύστεως εαν συνδυαστεί όμως με το κάπνισμα, αυξάνει κατά μεγάλο ποσοστό το ρίσκο εμφάνισής του. Θεωρείται, ότι τα άτομα, που έχουν προδιάθεση για εμφάνιση καρκίνου κύστεως, παρουσιάζουν μια γενετική πολυμορφία, που συνδέεται με αργής ακετυλίωσης ΝΑΤ 2 γονότυπους. Γνωρίζοντας, όμως, ότι το γενετικό υπόστρωμα δεν μπορεί να τροποποιηθεί, οι οποιεσδήποτε παρεμβάσεις μας, περιορίζονται στους περιβαντολλογικούς παράγοντες, όπως η διακοπή του καπνίσματος, που συμβάλλει στην εμφάνισή του καρκίνου αυτού.
Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό, ότι η ενημέρωση των ασθενών για τη σχέση τσιγάρου και καρκίνου κύστεως, αποκτά ιδιαίτερη σημασία.
Στην διεθνή βιβλιογραφία αναφέρεται, ότι η διακοπή του καπνίσματος μπορεί να οδηγήσει σε ελάττωση του κινδύνου επανεμφάνισης του καρκίνου της κύστης. Ο Chen και συν., υπολόγισαν ότι οι καπνιστές έχουν 2,2 φορές αυξημένο κίνδυνο επανεμφάνισης σε σύγκριση με αυτούς που έχουν σταματήσει το τσιγάρο 1 έτος πριν έως και 3 μήνες μετά την διάγνωσή του. Σε άλλη μελέτη οι ασθενείς που συνέχιζαν να καπνίζουν είχαν μικρότερο διάστημα επανεμφάνισης της νόσου από τους πρώην καπνιστές. Ο Ostroff και συν., επίσης μελέτησε ασθενείς που υποβλήθηκαν σε παρακολούθηση, λόγω ιστορικού επιφανειακού καρκίνου κύστεως. Αυτοί οι ασθενείς κλήθηκαν να συμπληρώσουν ένα ερωτηματολόγιο για την σχέση τους με το κάπνισμα, μετά την διάγνωση του καρκίνου κύστεως. Από τους καπνιστές ασθενείς, το 69% δήλωσε και μετά την διάγνωση, την χρήση καπνού. Στην πραγματικότητα το 45% αυτών, δεν είχε σταματήσει ποτέ να καπνίζει.
Η έλλειψη ενημέρωσης, ότι το κάπνισμα σχετίζεται με τον καρκίνο της κύστεως μπορεί να αποδοθεί εν μέρει στο γεγονός, ότι οι περισσότερες αντικαπνιστικές καμπάνιες και διαφημίσεις δεν αναφέρονται σε αυτό το θέμα, σε αντίθεση με καρδιολογικές παθήσεις και αναπνευστικά προβλήματα, παρόλο που περιλαμβάνουν ακόμα και μη θανατηφόρες καταστάσεις, όπως η στυτική δυσλειτουργία και η στειρότητα. Tέτοιες πληροφορίες θα πρέπει να συμπεριληφθούν στα πλαίσια της ενημέρωσης και της προληπτικής ιατρικής.
Η θεραπεία του καρκίνου της κύστεως, ως γνωστόν, περιλαμβάνει για μεν τους ασθενείς με καρκίνο διηθούντα τον μυικό χιτώνα ριζική κυστεκτομή ή χημειοθεραπεία και ακτινοθεραπεία, ενώ για τους μη διηθούντα τον μυικό χιτώνα διουρηθρική αφαίρεση, ενδοκυστικές εγχύσεις και παρακολούθηση, λόγω επανεμφάνισης με κυστεοσκοπήσεις, κυτταρολογικές εξετάσεις σε τακτά χρονικά διαστήματα.
Η συσχέτιση καπνίσματος και καρκίνου της κύστεως είναι δεδομένη, όσο αναφορά στην εμφάνιση και ανάπτυξή του. Η διακοπή του καπνίσματος μπορεί να οδηγήσει στην ελάττωση της πιθανότητας εμφάνισης της νόσου στο 40% μέσα σε 4 έτη.
Ο ρόλος του ουρολόγου, δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο, στο να διαγνώσει και να θεραπεύσει το πρόβλημα που προκύπτει, αλλά και να παρέξει τις κατάλληλες πληροφορίες και την απαιτούμενη ενημέρωση στους ασθενείς, ώστε και αυτοί με την σειρά τους να πάρουν τις κατάλληλες αποφάσεις για τον τρόπο ζωής και τις συνήθειές τους.
Πηγή: Int Urol Nephrol. 2010 Jun;42(2):309-14 – Patient awareness of smoking as a risk factor for bladder cancer. Anastasiou I, Mygdalis V, Mihalakis A, Adamakis I, Constantinides C, Mitropoulos D.
Μυγδάλης Βασίλειος MD PHD FEBU – Χειρουργός Ουρολόγος – Ρομποτική Χειρουργική