Η ρευματοειδής αρθρίτιδα (ΡΑ) είναι μια χρόνια αυτοάνοση νόσος που προσβάλλει κυρίως τις αρθρώσεις, προκαλώντας πόνο, οίδημα, δυσκαμψία και τελικά παραμορφώσεις των αρθρώσεων. Είναι μια σύνθετη πάθηση με πολυπαραγοντική αιτιολογία και η αντιμετώπισή της απαιτεί μια ολοκληρωμένη προσέγγιση για την ανακούφιση των συμπτωμάτων, την επιβράδυνση της εξέλιξης της νόσου και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής του ασθενούς.
Κατανόηση της αιτιολογίας της ρευματοειδούς αρθρίτιδας
Η ρευματοειδής αρθρίτιδα ταξινομείται ως μια αυτοάνοση διαταραχή, όπου το ανοσοποιητικό σύστημα του σώματος επιτίθεται κατά λάθος στους δικούς του ιστούς. Στη ρευματοειδή αρθρίτιδα, ο αρθρικός υμένας, η επένδυση των μεμβρανών που περιβάλλουν τις αρθρώσεις, γίνεται στόχος επίθεσης του ανοσοποιητικού συστήματος. Αυτή η ανοσολογική απόκριση έχει ως αποτέλεσμα να αναπτυχθεί χρόνια φλεγμονή και βλάβη στον αρθρικό ιστό, οδηγώντας εν τέλει σε δυσλειτουργία των αρθρώσεων.
Παράλληλα, η γενετική προδιάθεση διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ευαισθησία στη ΡΑ. Ορισμένα γονίδια έχουν συσχετιστεί έντονα με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης ρευματοειδούς αρθρίτιδας. Ωστόσο, οι γενετικοί παράγοντς από μόνοι τους δεν καθορίζουν την έναρξη της πάθησης, αλλά συμβάλλουν ταυτόχρονα και περιβαλλοντικοί παράγοντες. Περιβαλλοντικοί παράγοντες, όπως το κάπνισμα, οι λοιμώξεις και οι ορμονικές αλλαγές, μπορούν να πυροδοτήσουν την εμφάνιση της ρευματοειδούς αρθρίτιδας σε άτομα με γενετική προδιάθεση. Το κάπνισμα, ειδικότερα, έχει συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης αλλά και επιδείνωσης της σοβαρότητας της νόσου.