Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο η χολολιθίαση να προκαλέσει φλεγμονή της χοληδόχου κύστης, οδηγώντας στην εκδήλωση δυσάρεστων συμτπτωμάτων.
Η χολολιθίαση συνιστά πάθηση που προκαλείται εξαιτίας της ύπαρξης λίθων στη χοληδόχο κύστη. Η χοληδόχος κύστη αποτελεί ένα όργανο το οποίο εντοπίζεται στην περιοχή κάτωθι του ήπατος, στο δεξί τμήμα της κοιλιακής χώρας. Στο εσωτερικό του το συγκεκριμένο όργανο διαθέτει ένα υγρό που ονομάζεται χολή, ο ρόλος του οποίου είναι να βοηθά την πέψη των τροφών. Μετά την πρόσληψη τροφής, προκαλείται απελευθέρωση της χολής και του παγκρεατικού υγρού στο λεπτό έντερο, προκειμένου να πραγματοποιηθεί η διάσπαση των λιπών κατά την πέψη.
Όταν τα ποσοστά των λιπαρών ουσιών που περιλαμβάνει η χολή αυξάνονται, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να δημιουργηθούν συμπαγείς λίθοι που προκαλούν τη λεγόμενη χολολιθίαση, δηλαδή την εμφάνιση πέτρας στη χολή. Η χολολιθίαση αποτελεί για την πλειοψηφία των περιπτώσεων σχεδόν ασυμπτωματική πάθηση. Οι χολόλιθοι μπορεί να προκαλέσουν εμπόδια στη ροή της χολής έξω από την χοληδόχο κύστη προκαλώντας συσσώρευση αυτής και εμφάνιση φλεγμονής της χοληδόχου κύστης. Η οξεία φλεγμονή του οργάνου αυτού ονομάζεται χολοκυστίτιδα, και στην πλειοψηφία της προκαλείται από την ύπαρξη χολολιθίασης.
Η χολοκυστίτιδα, δηλαδή η φλεγμονή της χοληδόχου κύστης, μπορεί να προκληθεί και από άλλους παράγοντες. Ορισμένοι από αυτούς είναι η εμφάνιση διαταραχών στους στους χοληφόρους αγωγούς και η ύπαρξη κάποιου όγκου που προκαλεί εμπόδια στη φυσιολογική ροή της χολής έξω από τη χοληδόχο κύστη και κατά συνέπεια οδηγεί σε υπερβολική συγκέντρωση αυτής. Στις αιτίες εμφάνισης χολοκυστίτιδας συγκαταλέγεται η ύπαρξη ασθενειών που σχετίζονται με τα αιμοφόρα αγγεία και μπορεί να συντελούν στη μείωση της ροής του αίματος στη χοληδόχο κύστη, αλλά και η εμφάνιση ιογενών λοιμώξεων
όπως το AIDS.
Τα συμπτώματα που υποδηλώνουν την ύπαρξη φλεγμονής της χοληδόχου κύστης εξαιτίας της χολολιθίασης περιλαμβάνουν αρχικά οξύ πόνο στο ανώτερο δεξί ή το κεντρικό τμήμα της κοιλιακής χώρας, ο οποίος μπορεί να εντοπιστελι και στο δεξιό ώμο ή την περιοχή της πλάτης. Άλλα συμπτώματα περιλαμβάνουν την εκδήλωση ευαισθησίας της κοιλιακής περιοχής κατά την αφή, ναυτίας, αίσθησης φουσκώματος, υπερβολικής εφίδρωσης, έμετου, πυρετού, ενώ ορισμένες φορές μπορεί να παρουσιαστεί ίκτερος.
Για τη διάγνωση της χολοκυστίτιδας πραγματοποιείται λήψη του ιστορικού του ασθενούς, ταυτόχρονα με τη διενέργεια κλινικής εξέτασης και υπερηχογραφήματος. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να ζητηθεί η διενέργεια αξονικής τομογραφίας για τη χαρτογράφηση της έκτασης του προβλήματος. Η θεραπεία της πάθησης εξαρτάται από το βαθμό της φλεγμονής, το χρονικό περιθώριο της διάγνωσης σε σχέση με την έναρξη της πάθησης, και την κρίση του αρμόδιου χειρουργού. Σε πρώτο στάδιο ο ασθενής θα πρέπει να σταματήσει να τρέφεται από το στόμα, ενώ του χορηγούνται αντιβιοτικά ευρέως φάσματος.
Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων συνιστάται επείγουσα χολοκυστεκτομή με αφαίρεση της χοληδόχου κύστης. Αν ο βαθμός της φλεγμονής είναι ήπιος, συστήνεται συντηρητική αγωγή με αντιβιοτικά και διενέργεια χολοκυστεκτομής μετά την πάροδο 2-3 μηνών, αφού θα έχει υποχωρήσει η φλεγμονή. Η χολοκυστεκτομή στην πλειοψηφία της πραγματοποιείται λαπαροσκοπικά με μεγάλο ποσοστό επιτυχίας.