Το ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής αντιπροσωπεύει μια δυνητικά απειλητική για τη ζωή κατάσταση που χαρακτηρίζεται από τη μη φυσιολογική και μόνιμη διάταση της κοιλιακής αορτής, της μεγαλύτερης αρτηρίας στο ανθρώπινο σώμα. Πρόκειται για ανεύρυσμα όταν η διάταση είναι τουλάχιστον 50% μεγαλύτερη από την αναμενόμενη φυσιολογική διάμετρο της συγκεκριμένης αρτηρίας. Αυτή η διάταση αποδυναμώνει το αρτηριακό τοίχωμα, αυξάνοντας τον κίνδυνο ρήξης, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρή εσωτερική αιμορραγία και συχνά να έχει θανατηφόρες συνέπειες. Το ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής παρουσιάζει μηδαμινά συμπτώματα σε αρχικό στάδιο, γεγονός που καθιστά αναγκαία την έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπισή τους.
Ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής: Αίτια
Η φυσιολογία της πάθησης περιλαμβάνει πολύπλοκες αλληλεπιδράσεις μεταξύ γενετικής προδιάθεσης, περιβαλλοντικών παραγόντων και εκφυλιστικών διεργασιών που πλήττουν το αρτηριακό τοίχωμα. Αν και η ακριβής αιτιολογία παραμένει ασαφής, έχουν εντοπιστεί ορισμένοι παράγοντες κινδύνου. Η προχωρημένη ηλικία, το ανδρικό φύλο, το κάπνισμα, η υπέρταση και το οικογενειακό ιστορικό ύπαρξης της συγκεκριμένης μορφής ανευρύσματος είναι από τους πιο σημαντικούς παράγοντες κινδύνου. Άλλοι παράγοντες επίσης, περιλαμβάνουν τις διαταραχές του συνδετικού ιστού και τη χρόνια φλεγμονή.
Ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής και συμπτώματα
Μία από τις πιο ύπουλες πτυχές του ανευρύσματος κοιλιακής αορτής είναι η ασυμπτωματική του φύση όταν βρίσκεται σε αρχικά στάδια. Συχνά, ένα ανεύρυσμα δεν διαγιγνώσκεται μέχρι να φτάσει σε κρίσιμο μέγεθος ή να οδηγήσει σε επιπλοκές. Καθώς το ανεύρυσμα αυξάνεται σε μέγεθος, οι ασθενείς μπορεί να αρχίσουν να εμφανίζουν συμπτώματα που σχετίζονται με τις μηχανικές επιδράσεις της διευρυμένης αορτής στις γύρω δομές. Ωστόσο, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι δεν προκαλεί κάθε ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής συμπτώματα. Όταν εμφανιστούν συμπτώματα, αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν αρχικά την ύπαρξη μιας ψηλαφητής σφύζουσας μάζας στην κοιλιά, γεγονός που υποδεικνύει την παρουσία διευρυμένης αορτής. Παράλληλα, μερικοί ασθενείς αναφέρουν βαθύ, συνεχόμενο πόνο ή ενόχληση στην κοιλιά ή στο κάτω μέρος της πλάτης. Ο πόνος μπορεί να είναι ήπιος ή διακοπτόμενος και μερικές φορές μπορεί να ακτινοβολεί στη βουβωνική χώρα, τους γλουτούς ή τα πόδια. Τέλος, η συμπίεση των κοντινών οργάνων μπορεί να οδηγήσει σε συμπτώματα όπως ναυτία, έμετο ή αλλαγές στις συνήθειες του εντέρου.
Διαγνωστικές προσεγγίσεις για την ανεύρεση ανευρυσμάτων κοιλιακής αορτής
Δεδομένης της πιθανής απειλητικής για τη ζωή φύσης του ανευρύσματος κοιλιακής αορτής, η έγκαιρη ανίχνευση είναι πρωταρχικής σημασίας. Συχνά βέβαια η συγκεκριμένη πάθηση ανακαλύπτεται τυχαία στα πλαίσια κάποιας απεικονιστικής εξέτασης, όπως το υπερηχογράφημα ή η αξονική τομογραφία κοιλίας, που πραγματοποιείται για άλλο λόγο. Απεικονιστικές εξετάσεις όπως το υπερηχογράφημα triplex κοιλιακής αορτής και λαγονίων αρτηριών, η αξονική τομογραφία (CT) ή η μαγνητική τομογραφία (MRI) αποτελούν τα πιο διαδεδομένα διαγνωστικά εργαλεία. Αυτές οι μέθοδοι επιτρέπουν την ακριβή μέτρηση του μεγέθους, της θέσης και της μορφολογίας του ανευρύσματος, βοηθώντας στη διαστρωμάτωση του κινδύνου και στον σχεδιασμό της θεραπείας. Τέλος, τη διάγνωση έπεται η διενέργεια αξονικής τομογραφίας με σκιαγραφικό ή και αγγειογραφίας, οι οποίες συνδράμουν καθοριστικά στο διεγχειρητικό σχεδιασμό, εφόσον η χειρουργική επέμβαση κριθεί αναγκαία.
Ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής και θεραπεία για τα συμπτώματα
Η διαχείριση του ανευρύσματος κοιλιακής αορτής εξαρτάται από διάφορους παράγοντες όπως το μέγεθος του ανευρύσματος, ο ρυθμός ανάπτυξής του, η ηλικία του ασθενούς, η συνολική υγεία και οι ατομικές προτιμήσεις. Οι δύο κύριες θεραπευτικές προσεγγίσεις είναι η προσεκτική παρακολούθηση και η χειρουργική παρέμβαση. Τα μικρά ανευρύσματα που δεν προκαλούν συμπτώματα μπορούν να παρακολουθούνται μέσω τακτικών απεικονιστικών εξετάσεων για την αξιολόγηση του ρυθμού ανάπτυξής τους. Αυτή η προσέγγιση συχνά προτιμάται σε ασθενείς με μικρότερα ανευρύσματα ή σε όσους δεν είναι κατάλληλοι υποψήφιοι για χειρουργική επέμβαση λόγω ηλικίας ή δυσμενών συνθηκών υγείας.
Ωστόσο, εάν το ανεύρυσμα φτάσει σε ένα ορισμένο μέγεθος ή παρουσιάζει ταχεία ανάπτυξη, μπορεί να συνιστάται ανοιχτή ή ενδαγγειακή χειρουργική αποκατάσταση. Εάν η διάμετρος του ανευρύσματος υπερβεί τα 5 εκατοστά, όπου αυξάνεται σημαντικά ο κίνδυνος ρήξης, η χειρουργική αντιμετώπιση κρίνεται αναγκαία. Μάλιστα, η ρήξη αποτελεί την πιο επικίνδυνη επιπλοκή, η οποία συνοδεύεται από σημαντικό ποσοστό θνησιμότητας εάν δεν αντιμετωπιστεί άμεσα χειρουργικά. Η χειρουργική αποκατάσταση περιλαμβάνει ανοιχτή χειρουργική επέμβαση για την εκτομή του ανευρύσματος και την αντικατάστασή του με ένα συνθετικό μόσχευμα. Ωστόσο, η επέμβαση αυτή είναι πολύωρη και συνεπάγεται μακρά νοσηλεία και ταλαιπωρία του ασθενούς. Η ενδαγγειακή αποκατάσταση, από την άλλη πλευρά, είναι μια ελάχιστα επεμβατική διαδικασία που πραγματοποιείται συνήθως με τοπική αναισθησία. Κατά τη διαδικασία αυτή διενεργούνται μικρές αρτηριοτομές στις μηριαίες αρτηρίες, οι οποίες καθιστούν εφικτή την τοποθέτηση ενός ενδονάρθηκα (stent) στο εσωτερικό του ανευρύσματος. Ο ενδονάρθηκας αποκαθιστά και ανακατευθύνει τη ροή του αίματος μακριά από το ανεύρυσμα, ώστε αυτό να συρρικνωθεί και να μην υφίσταται πλέον ο κίνδυνος ρήξης.
Το ανεύρυσμα της κοιλιακής αορτής είναι μια επικίνδυνη πάθηση που απαιτεί προσεκτική παρακολούθηση και στοχευμένη αντιμετώπιση. Η αναγνώριση των παραγόντων κινδύνου, η κατανόηση των πιθανών συμπτωμάτων και η έγκαιρη διάγνωση είναι ζωτικής σημασίας για την πρόληψη των επικίνδυνων για τη ζωή συνεπειών της ρήξης του ανευρύσματος. Οι αποφάσεις για τη θεραπεία θα πρέπει να εξατομικεύονται, σταθμίζοντας τα οφέλη και τους κινδύνους της παρέμβασης με βάση τα μοναδικά χαρακτηριστικά της κάθε περίπτωσης. Ο Αγγειοχειρουργός στην Αθήνα, Δρ. Σοφοκλής Τραχανέλλης, πραγματοποιεί έγκαιρη διάγνωση και στοχευμένη αντιμετώπιση πλήθους περιστατικών ανευρύσματος κοιλιακής αορτής.