Οι γυναίκες που ήταν νεότερες κατά τη στιγμή της πρώτης έμμηνου ρύσης (εμμηναρχή) είναι πιο πιθανό να αναφέρουν χρόνιο πόνο στην ενήλικη ζωή, αναφέρει μια μελέτη στο PAIN®, το επίσημο επιστημονικό περιοδικό της Διεθνούς Ένωσης για τη Μελέτη του Πόνου (IASP).
Μελέτες έδειξαν να σχετίζεται η μικρή ηλικία έναρξης της περιόδου και του χρόνιου πόνου σε ενήλικες γυναίκες. Τα ευρήματα αυτά προστίθενται σε γνωστά στοιχεία που υποδηλώνουν ότι τα αυξημένα επίπεδα οιστρογόνων που σχετίζονται με την πρώιμη εμμηναρχή μπορεί να συμβάλλουν στον πόνο και στις διαφορές του φύλου στον πόνο γενικά.
Τα συμπεράσματα υπέδειξαν πως η πρώιμη εμμηναρχή συνδέεται με υψηλότερο ποσοστό εμφάνισης και μεγαλύτερη διάρκεια χρόνιου πόνου. Η μελέτη περιελάμβανε δεδομένα για περισσότερες από 12.000 γυναίκες (μέση ηλικία 55 ετών) που συμμετείχαν στη Μελέτη Tromsø, μια συνεχιζόμενη πληθυσμιακή μελέτη για την υγεία των ανθρώπων στη βόρεια Νορβηγία. Οι ερευνητές ανέλυσαν συσχετίσεις ανάμεσα στην ηλικία των γυναικών στην εμμηναρχή και την εμφάνιση αλλά και τα χαρακτηριστικά του χρόνιου πόνου. Η αναφερόμενη μέση ηλικία των γυναικών στην εμμηναρχή ήταν περίπου 13 έτη. Περίπου το 40% των γυναικών ανέφεραν ότι αισθάνονταν χρόνιο πόνο.
Οι γυναίκες με μικρότερη ηλικία στην εμμηναρχή είχαν περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν χρόνιο πόνο. Η πιθανότητα εμφάνισης χρόνιου πόνου μειωνόταν κατά 2% για κάθε καθυστέρηση ενός έτους στην έναρξη της περιόδου. Σε όλο το φάσμα των αναφερόμενων ηλικιών – από 9 έως 18 ετών –η πιθανότητα εμφάνισης χρόνιου πόνου διέφερε κατά 12,6 ποσοστιαίες μονάδες.
Η μεγαλύτερη ηλικία στην εμμηναρχή συσχετίστηκε με χαμηλότερα ποσοστά χρόνιου πόνου σε καθεμία από τις 10 περιοχές του σώματος που αξιολογήθηκαν, με τις ισχυρότερες συσχετίσεις για πόνο στο στήθος και στην κοιλιά. Η μικρότερη ηλικία στην εμμηναρχή συσχετίστηκε με μεγαλύτερη διάρκεια πόνου.
Υπάρχουν γνωστές διαφορές του φύλου στον χρόνιο πόνο, με τα ποσοστά χρόνιου πόνου να είναι υψηλότερα στις γυναίκες σε σύγκριση με τους άνδρες. Τα αίτια των διαφορών του φύλου στον πόνο είναι ελάχιστα κατανοητά. Ωστόσο, ένας λόγος μπορεί να είναι η διαφορετική έκθεση σε ορμόνες στα δύο φύλα καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Μερικές προηγούμενες μελέτες έχουν βρει συσχετίσεις μεταξύ της πρώιμης εμμηναρχής και διαφόρων διαγνώσεων πόνου, συμπεριλαμβανομένης της ημικρανίας και του πόνου στη μέση. Προηγούμενες μελέτες αναφέρουν αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ορμονών του φύλου και του ανοσοποιητικού συστήματος και επιδράσεις των ορμονών του φύλου στο νευρικό σύστημα κατά την εφηβεία.
Με βάση τα νέα ευρήματα, οι ερευνητές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η ηλικία κατά την εμμηναρχή είναι ένας ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου για χρόνιο πόνο, που σχετίζεται με ένα συγκεκριμένο σημείο. Με τον τρόπο αυτό συμβάλλει στην εξήγηση των διαφορών του φύλου στον πόνο. Κάθε επιπλέον έτος καθυστέρησης στην πρώτη έμμηνο ρύση σχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο για χρόνιο πόνο που διαρκεί 5 χρόνια ή περισσότερο, καθώς και με μειωμένο κίνδυνο χρόνιου εκτεταμένου πόνου.
Γράφει ο: Dr Μακρής Γιώργος- Μάριος MD, PhD, MSc, Μαιευτήρας- Χειρουργός- Γυναικολόγος
Ειδικός Γυναικολόγος Ογκολόγος (EBCOG- ESGO accreditation )
Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
Διευθυντής Γυναικολογικής Κλινικής « Ιατρικού Κέντρου Αθηνών».
Πηγή: Wolters Kluwer, Lippincott